The Rabbits
Τhe Rabbits (the 5 Rabbits of Rhodes)
Οι «Rabbits», σίγουρα αποτελούν ένα από τα παλαιότερα ελληνικά ροκ γκρουπ που κατάφερε να σπάσει το δισκογραφικό κατεστημένο Αθήνας – Θεσσαλονίκης και να δισκογραφήσει, κατά την δεκαετία του 60’s. Και εάν συνυπολογίσουμε τον κατασταλαγμένο τους ήχο πάνω στις φόρμες του garage αλλά και τις επιπλέον δυσκολίες λόγω της έδρας τους που ήταν η Ρόδος, (μακριά από την Αθήνα και την Θεσσαλονίκη, που ήταν τα μοναδικά επίκεντρα καλλιτεχνικών δραστηριοτήτων της τότε εποχής) καταλαβαίνουμε πως μιλάμε για μια τιτάνια προσπάθεια για διάκριση των τότε νεαρών ακόμα μαθητών του Γυμνασίου και Λυκείου, ηλικίας από 15 έως 18 ετών.
Ιδρυτής του γκρουπ το 1963, και «νονός» βαπτίζοντάς το «The Rabbits» ή «Τα κουνέλια της Ρόδου» ήταν ο Γιάννης Χαραλαμπίδης (σόλο κιθάρα, φωνή) που μαζί με τα αδέρφια Μανιατάκη, τον Γιάννη Μανιατάκη (ρυθμική κιθάρα, φωνή) και τον Βασίλη Μανιατάκη (μπάσο) και με τον Γιώργο Χρήστου (ντραμς) αυτοδίδαχτοι, με ελάχιστες γνώσεις μουσικής, βάλθηκαν, με κύριο κίνητρο την αγάπη τους για την μουσική και απώτερο σκοπό να εντυπωσιάσουν και να κατακτήσουν το ασθενές φύλο, όπως όλοι οι νεαροί της κάθε εποχής, αποφασίζουν να παίξουν οι ίδιοι τα τραγούδια που αγαπούσαν, ιδίως του «Elvis Presley», των «Beatles», των «Rolling Stones» και των «Animals». Αρχίζουν λοιπόν τις πρόβες και όταν ένοιωσαν έτοιμοι και δεμένοι σαν μουσικό σύνολο, άρχισαν να εμφανίζονται σε πάρα πολλές και διαφορετικές εκδηλώσεις, συγκεντρώσεις, φεστιβάλ, χοροεσπερίδες, πάρτι, ρεσιτάλ και μουσικούς διαγωνισμούς, κατακτώντας πάντοτε την πρώτη θέση και φυσικά την προτίμηση, τον θαυμασμό και την αγάπη της Ροδίτικης νεολαίας. Έτσι πήραν επάξια τον τίτλο του καλύτερου μουσικού συγκροτήματος εκείνη την δεκαετία στην Δωδεκάνησο. Σημαντικός παράγοντας στις εμφανίσεις των Rabbits υπήρξε η σταθερή παρουσία του Βαγγέλη Παπακαλοδούκα, ο οποίος εκτελώντας άτυπα χρέη ηλεκτρονικού- τεχνικού ήχου, επιδιόρθωνε όλες τις βλάβες που ανέκυπταν στα διάφορα ρεσιτάλ με πολλή φαντασία και πατέντες, ενώ μνημειώδης έχει μείνει η πρωτότυπη κατασκευή ενός υπερ-ενισχυτή πολλαπλών θέσεων, όπου συνδέονταν τα 3 έγχορδα όργανα του γκρουπ, κοπιάροντας τον μηχανισμό από τον ενισχυτή ενός juke-box της εποχής.
Όμως κατέκτησαν και πολλές περγαμηνές σε τυχαίες εμφανίσεις τους στην Αθήνα, διαγωνιζόμενοι ενάντια στα μεγάλα ονόματα εκείνης της εποχής. Μερικές απ’ αυτές τις αξιοσημείωτες δραστηριότητές τους στην πρωτεύουσα, εκτός φυσικά την ηχογράφηση του «single» τους, ήταν η τυχαία συμμετοχή τους (με…δανεικά όργανα) κατά την διάρκεια της ετήσιας σχολικής εκδρομής, στα προκριματικά «πρωινά» του Ηλία Καραμανέα στον κινηματογράφο «Rex». Η κατάκτηση της πρώτης θέσης κατόπιν ψηφοφορίας και η ανάδειξή τους σε «Super Special» γκρουπ και η πρόκρισή τους στο Φεστιβάλ της «Βραδυνής». Επίσης το δικαίωμα συμμετοχής τους στο Ρεσιτάλ «Μαμούθ» στο θέατρο «Πιγκάλ» με τον Νίκο Μαστοράκη, καθώς και το δικαίωμα συμμετοχής τους στην «Χρυσή Βραδιά» στο «Παναθηναικό» στάδιο… Δεν μπόρεσαν όμως ποτέ να αξιοποιήσουν αυτές τις πολύτιμες προκρίσεις και τα δικαιώματα που απέκτησαν μ’ αυτές και να διαγωνισθούν μαζί με όλα τα άλλα γνωστά και άγνωστα συγκροτήματα εκείνης της εποχής (σαν ίσοι προς ίσους) και πιθανότατα να μπορέσουν να ξεφύγουν από την αφάνεια της επαρχίας και να διακριθούν. Δυστυχώς όμως, ήταν αδύνατη η παρουσία τους στην Αθήνα εκείνες τις συγκεκριμένες ημερομηνίες , για πολλούς λόγους, όπως το νεαρό της ηλικίας, η πολύτιμη άδεια και συναίνεση από τους αυστηρούς γονείς και το αυστηρό σχολείο, το αιώνιο δίλημμα των απουσιών, η μεγάλη απόσταση που τους χώριζε από την Αθήνα, καθώς και η απαραίτητη χρηματική άνεση, που ποτέ δεν την είχαν.
Οι ικανότητές τους και τα πρώτα εκπληκτικά αποτελέσματα σε τοπικό επίπεδο φάνηκαν κιόλας από την πρώτη τους δημόσια εμφάνιση, στην συναυλία που έδωσαν στις 7 Μαρτίου του 1964 στο κτίριο της Περιηγητικής Λέσχης Ρόδου. Μία κατάμεστη αίθουσα ταρακουνιέται συθέμελα από τους εκρηκτικούς «Rabbits», οι οποίοι δεν αρκούνται σε μια απλή και πιστή απόδοση των τραγουδιών αλλά ταυτόχρονα αυτοσχεδιάζουν. Οι τρείς κιθαρίστες βάζουν τις κιθάρες τους στους ώμους χορεύοντας στον ρυθμό των τραγουδιών που παίζουν, προσθέτοντας εμπνευσμένα διάφορα σόλο. Το παραλήρημα και η αποθέωση από τον νεαρόκοσμο είναι δεδομένα, που ξεσηκωμένο χειροκροτεί ρυθμικά, τραγουδά, φωνάζει και χορεύει έξαλλα όπου βρει, από τους διαδρόμους, ως και πάνω στα καθίσματα αλλά έφερε και την πρώτη αποβολή από το σχολείο με κοσμία διαγωγή. Κι αυτό ήταν μόνο η αρχή γιατί ακολούθησαν κι άλλες εμφανίσεις, κι επομένως αποβολές.
Κάποια στιγμή τα πράγματα έγιναν πολύ δύσκολα γιατί οι απουσίες και η κοσμία διαγωγή δεν σου έδιναν το δικαίωμα να συνεχίσεις τις σπουδές σου όμως σώθηκαν από τον αθλητισμό γιατί ο γυμναστής που χρειαζόταν αθλητές ώστε το Βενετόκλειο Γυμνάσιο να πρωτεύσει στους πανδωδεκανησιακούς μαθητικούς αγώνες με δυναμική του παρέμβαση πέτυχε την ανταλλαγή των αποβολών με την επιστροφή των Γιάννη Μανιατάκη και Γιάννη Χαραλαμπίδη στο στίβο. Τα μετάλλια ήρθαν, το σχολείο, ανακάλεσε τις εξοντωτικές ποινές και με αλλαγμένο πλέον το κλίμα και με βελτιωμένες τις σχέσεις τους, η ίδια η διεύθυνση του σχολείου υποκλίθηκε στο ήθος και το ταλέντο του γκρουπ, δίνοντάς τους το αποκλειστικό δικαίωμα στην τέλεση των συναυλιών, χοροεσπερίδων και άλλων εκδηλώσεων και προβολών, του σχολείου.
Το σερί των εκπληκτικών live συνεχίζεται και την επόμενη χρονιά, με όλα τα κακά αλλά και καλά επακόλουθα ,όταν γίνεται το απίστευτα ακατόρθωτο: Ο Νίκος Μαστοράκης, ο γνωστός δημοσιογράφος και «κυνηγός μουσικών ταλέντων» εκείνης της εποχής, που έτυχε να παρευρίσκεται σε μία από τις συναυλίες αυτές, μένει εντυπωσιασμένος και αιφνιδιάζοντάς τους, τους επισκέπτεται στο σπίτι των αδελφών Μανιατάκη, εν ώρα πρόβας και τους προτείνει άμεσα την εγγραφή ενός «single». Η μπάντα ενθουσιάστηκε και σχεδίαζε να ηχογραφήσει για το single, το ορχηστρικό “Rawhide” του Link Wray, το οποίο το διασκεύασαν και είχαν μετονομάσει σε “the Rabbit stomp” και το είχαν καθιερώσει παίζοντάς το σαν εισαγωγή σε κάθε εμφάνισή τους, καθώς επίσης και τον «ύμνο» τους «Peter Rabbit» τα οποία θα απέδιδε ο Γιάννης Χαραλαμπίδης.
Λόγω του άσχημου καιρού και της πολύωρης ταλαιπωρίας του ταξιδιού σε κατάστρωμα πλοίου, (ελλείψει χρημάτων) από Ρόδο – Πειραιά και με λεωφορείο μετά Αθήνα, «κλείνει» η φωνή του Γιάννη Χαραλαμπίδη και έτσι κατόπιν νέας συνεννόησης με τον Νίκο Μαστοράκη και την δισκογραφική εταιρεία, αναγκάζονται μέσα σε ένα απόγευμα να προβάρουν δύο άλλα τραγούδια για το single με τραγουδιστή πλέον τον Γιάννη Μανιατάκη, δημιουργό της μουσικής αυτών των τραγουδιών και πιο κοντά στα μέτρα του, πάνω σε στίχους της Αμερικανίδας φίλης του, Lora Tripp. Αλλά ο Γιάννης Μανιατάκης, γνώριζε ελάχιστα αγγλικά, γεγονός που αποτυπώνεται και με την προφορά του, στα τραγούδια. Πάντως, όπως και να είχαν τα πράγματα, την επόμενη μέρα, στο στούντιο της Columbia και με ηχολήπτη τον Όμηρο Αθηναίο, μπαίνουν να ηχογραφήσουν με όργανα ενοικιασμένα, έχοντας στην διάθεσή τους μόνο ένα 4ωρο, ανάμεσα στους «Knacks» και σε ένα λαϊκό σχήμα. Επιπλέον πρόβλημα, έχουν την χωροταξική διαμόρφωση του στούντιο, αφού το κάθε ένα όργανο ηχογραφείται σε ξεχωριστή καμπίνα, χωρίς να υπάρχει καλή οπτική και ακουστική επαφή μεταξύ των μουσικών και χωρίς την καθοδήγηση της φωνής, φωνητικών κλπ. Οι φωνές θα γράφονταν μετά, πάνω στα ήδη ηχογραφημένα όργανα (πρωτόγνωρα πράγματα ατυχώς γι’ αυτούς τότε) και έτσι η αποτύπωση γίνεται κάπως «ξερή» αφού δεν έγινε εφικτό να παίξουν και να αποδώσουν όπως αυτοί ήξεραν. Παρ’ όλες όμως αυτές τις αντιξοότητες που συνάντησαν, το single βγήκε αρκετά καλό και είχε απρόσμενη επιτυχία σε τοπικό επίπεδο, αν και λιγότερη σε Πανελλήνιο.
Μετά την επιστροφή τους στη Ρόδο, προστίθεται στο γκρουπ και ο Νίκος Κούρος (όργανο, φωνή) με τον οποίο το σχήμα φτάνει στο απόγειο του ήχου του. Μετά την επιτυχία του πρώτου single, οι «Rabbits» ετοιμάζονται για ένα δεύτερο, το οποίο θα περιελάμβανε την διασκευή του Αμερικάνικου τραγουδιού «Simon says» των «1910 Fruitgum Co» ως «Φύγε, Φύγε λοιπόν» με στίχους του Γιάννη Χαραλαμπίδη, καθώς και το «Rabbit stomp» που δεν γράφτηκε στην πρώτη προσπάθεια. Ερχόμενος για οικογενειακούς λόγους ο Γιάννης Χαραλαμπίδης στην Αθήνα, άφησε μια μπομπίνα (ηχογραφημένη σε ένα μικρό ιδιωτικό Studio στην Ρόδο) με την δική τους διασκευή του «Simon says» ως «Φύγε, Φύγε λοιπόν» στον Όμηρο Αθηναίο για αξιολόγηση και έγκριση από την εταιρία, όμως η ηχογράφηση αυτή έφτασε στα αυτιά του Τάκη Τσερώνη, μάνατζερ τότε των «Charms», με αποτέλεσμα το «Φύγε, Φύγε λοιπόν» να γίνει «Τρελλοκόριτσο» με άλλους στίχους και οι «Charms» έδρεψαν τις δάφνες της επιτυχίας αντί για τους «Rabbits»… Κατόπιν, σε κάποια συνάντηση του Γιάννη Χαραλαμπίδη με τον τότε ιδιοκτήτη της PanVox (Music Box), Μαρτέν Γκεσάρ, δόθηκε από τον ίδιο τον Μαρτέν Γκεσάρ η ειλικρινής καθ’ όλα τ’ άλλα εξήγηση στον Γιάννη Χαραλαμπίδη, που δεν πίστευε στα ίδια του αυτιά αυτά που άκουγε στην ιδιάζουσα αρμένικη προφορά του ιδιοκτήτη της PanVox, ότι…«το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό».
Κάπως έτσι λοιπόν, αναπάντεχα και άδοξα, έληξε η ξέφρενη πορεία των «Rabbits». Μπαίνοντας στο 1968 και όντας απογοητευμένοι από την ατυχία και την άσχημη εξέλιξη της όμορφης δημιουργίας τους «Φύγε, Φύγε λοιπόν», τράβηξαν τον δρόμο τους, ο καθένας ξεχωριστά για να σταδιοδρομήσουν στην ζωή. Όμως μουσικά παρέμειναν ενωμένοι και αγαπημένοι κάτω από το όνομα «Rabbits» και κάποια περίοδο το 1977 το απέδειξαν, όταν η νοσταλγία και οι όμορφες αναμνήσεις του συγκροτήματός τους, τους ώθησε να κλειδωθούν στην κυριολεξία και οι πέντε σ’ ένα μικρό ιδιωτικό Studio και σιγά σιγά να ηχογραφήσουν όλα τα τραγούδια που έπαιζαν ως «Rabbits» ξαναζώντας με έντονα συναισθήματα παλιές όμορφες στιγμές, δημιουργώντας συγχρόνως μια αρκετά μεγάλη παρακαταθήκη από τραγούδια με την «σφραγίδα» τους. Η επανένωση αυτή διήρκησε μέχρι τα τέλη του 1979 , με την μπάντα να έρχεται κοντύτερα τους καλοκαιρινούς μήνες που βρίσκονταν όλοι στο νησί τους, ενώ θα πρέπει να σημειωθεί πως στις ηχογραφήσεις αυτές συμμετείχε και ο μαέστρος Ίωνας Σχίζας παίζοντας τρομπέτα, και ο οποίος βρισκόταν κοντά στο γκρούπ από το 1964 χαρίζοντάς τους την γνώση τους και την καθοδήγησή του. Σημαντικότατος καταλύτης για την διάσωση αυτών των ηχογραφήσεων υπήρξε ο φίλος του γκρουπ και εκτελών χρέη ηχολήπτη , Μιχάλης «Φελλός» Παντελίδης, ο οποίος με τις απίστευτες δεξιότητές του στην ηχοληψία, συνετέλεσε τα μέγιστα στο εκπληκτικό ηχητικό αποτέλεσμα και με κύκνειο άσμα το “Rockabilly rebel”, έκλεισε για πάντα αυτός ο υπέροχος κύκλος.
Ο Γιάννης Χαραλαμπίδης τελειώνοντας το Λύκειο φεύγει στην Ιταλία για να σπουδάσει Χημικός στην Ρώμη, αλλά αναγκάζεται να διακόψει τις σπουδές του πρόωρα στο 3ο έτος και να επιστρέψει, για να αναλάβει την οικογενειακή τους επιχείρηση καλλυντικών στην Ρόδο, λόγω αιφνίδιας σοβαρής ασθένειας του πατέρα του. Όμως ποτέ δεν εγκατέλειψε εντελώς την μουσική την κιθάρα και το τραγούδι. Συνέχισε να παίζει κιθάρα και να τραγουδά για κάποιο χρονικό διάστημα σε διάφορες άλλες ορχήστρες μαζί με τον ντραμίστα των «Rabbits» Γιώργο Χρήστου, συνοδεύοντας αρκετούς γνωστούς καλλιτέχνες που εμφανιζόντουσαν κατά καιρούς, σε διάφορα νυχτερινά κέντρα της Ρόδου, όπως ο αείμνηστος Μαέστρος Βασίλης Κουμπής, ο Θέμος Μέξης, η Χάρις Αλέξίου, η Αρλέτα, η Αλεξάνδρα, η Ανθίππη, ο Τάκης Βούης, η Αφροδίτη Βούη, ο Θόδωρος Βεκκιάρης, ο Λίνος Κόκοτος, o Γιώργος Μισσίκος, ο Ken Kepting ( ex Tremeloes) κ. ά. Παράλληλα, (εκτός από τις ηχογραφήσεις όλων των κομματιών των «Rabbits» το 1977), ασχολήθηκε στον ελεύθερό του χρόνο και με πολλές άλλες ηχογραφήσεις σε δικό του χώρο, Κατ’ αρχή με τα αδέλφια Μανιατάκη και μετά με τον Μιχάλη Παπαδογιάννη, (φίλο του, αξιολογότατο μουσικό, πολύ καλό κιθαρίστα και άριστο τραγουδιστή στο γκρουπ Απόλλωνες), ηχογραφώντας ή διασκευάζοντας πολλές διεθνείς επιτυχίες των 60’ς, με κορυφαία μια δημιουργία αφιέρωμα από 40 “non-stop mega hits” του αγαπημένου του τραγουδιστή Elvis Presley.
Ο Γιώργος Χρήστου ο μεγαλύτερος ηλικιακά Rabbit με την σειρά του μετά το Λύκειο, σπούδασε Γεωπονία στην Θεσσαλονίκη και στην συνέχεια απορροφήθηκε ως Γεωπόνος στο Υπουργείο Γεωργίας, όπου εργάσθηκε μέχρι την συνταξιοδότησή του. Ο Γιώργος δεν ασχολήθηκε με ηχογραφήσεις, (εκτός από την συμμετοχή του τις ηχογραφήσεις όλων των κομματιών των «Rabbits» το 1977), όμως συνέχισε για αρκετό διάστημα την ενασχόλησή του με τα ντράμς σε διάφορες άλλες ορχήστρες, άλλοτε με τον μπασίστα των «Rabbits» Βασίλη Μανιατάκη και άλλοτε με τον σολίστα του γκρουπ Γιάννη Χαραλαμπίδη, συνοδεύοντας πολλούς γνωστούς καλλιτέχνες.
Ο Νίκος Κούρος, ο «Βενιαμίν» των «Κουνελιών της Ρόδου» μετά το Λύκειο θα εγκατασταθεί στην Αθήνα και θα συνεχίσει επαγγελματικά στον χώρο της μουσικής ως πιανίστας, οργανίστας και ενορχηστρωτής και θα εξελιχθεί σε έναν από τους καλύτερους πανελλαδικά μουσικούς και συνεχίζει ως μουσικός μέχρι και σήμερα, συνεργαζόμενος κατά καιρούς με κορυφαία ονόματα της εγχώριας σκηνής, όπως ο Γιώργος Μαρίνος, ο Δήμος Μούτσης, η Μαρινέλλα, ο Διονύσης Σαββόπουλος, η Χάρις Αλεξίου, ο Γιάννης Πάριος, ο Αντώνης Ρέμος , ο Δημήτρης Κόκοτας, ο Νίκος Οικονομόπουλος, η Πίτσα Παπαδοπούλου, η Λένα Αλκαίου, η Ζωή Παπαδοπούλου πρόσφατα, κ. ά Παράλληλα δε, (εκτός από τις ηχογραφήσεις όλων των κομματιών των «Rabbits» το 1977) ενασχολήθηκε και με διάφορες άλλες ηχογραφήσεις και συνεχίζει μέχρι τώρα, σε συνεργασία με άλλους καλλιτέχνες μουσικούς.
Ο Βασίλης Μανιατάκης, τελειώνοντας το Λύκειο, συνέχισε και αυτός στον χώρο της μουσικής να παίζει μπάσο κιθάρα συνοδεύοντας αρκετούς γνωστούς καλλιτέχνες, μαζί με τον ντραμίστα του γκρουπ Γιώργο Χρήστου. Ο Βασίλης, (εκτός από την συμμετοχή του τις ηχογραφήσεις όλων των κομματιών των «Rabbits» το 1977), ασχολήθηκε στον ελεύθερό του χρόνο με ηχογραφήσεις σε δικό του χώρο, με τον αδελφό του τον Γιάννη καθώς και με τον Γιάννη Χαραλαμπίδη. Μετά την συνεργασία του με τον ντραμίστα του γκρουπ Γιώργο Χρήστου, συνέχισε μόνος του να παίζει επαγγελματικά μπάσο μέχρι τα τέλη του ’90 σε διάφορες άλλες ορχήστρες, με πολύ εντυπωσιακές επιδόσεις στον χώρο, παίρνοντας έτσι επάξια το τίτλο του καλύτερου κιθαρίστα - μπασίστα στα Δωδεκάνησα και όχι μόνο. Οι επιδόσεις του αυτές τον έκαναν περιζήτητο στο να συνοδεύει σχεδόν όλους τους γνωστούς καλλιτέχνες που ερχόντουσαν για εμφανίσεις στην Ρόδο, όπως η Χάρις Αλεξίου, ο Δάκης, η Αρλέτα, ο Τέρρης Χρυσός, η Ελευθερία Αρβανιτάκη, ο Πασχάλης, κ. ά. Όμως, στάθηκε πολύ άτυχος, αφού χτυπήθηκε από την επάρατο και μετά από σκληρή μάχη 7 ετών, δυστυχώς έφυγε για πάντα από κοντά μας το 2004, σε ηλικία 54 ετών.
Ενώ τέλος ο Γιάννης Μανιατάκης μετά το Λύκειο έφυγε και αυτός με την σειρά του για σπουδές στην Ιταλία και στράφηκε στην Αρχιτεκτονική. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, εργάστηκε στην αρχή μόνος και κατόπιν σε μια τεχνική οικοδομική εταιρεία, όπου εργαζόταν μέχρι τα τέλη του 2010. Όμως, όπως όλα τα υπόλοιπα «κουνέλια», ποτέ δεν εγκατέλειψε εντελώς την μουσική. Στον ελεύθερό του χρόνο (εκτός από τις ηχογραφήσεις όλων των κομματιών των «Rabbits» το 1977), ασχολήθηκε και με αρκετές ηχογραφήσεις σε δικό του χώρο, με τον αδελφό του Βασίλη καθώς και με τον Γιάννη Χαραλαμπίδη. Όμως και ο Γιάννης ο Μανιατάκης, όπως ακριβώς και ο μικρότερος αδελφός του Βασίλης στάθηκε το ίδιο άτυχος, αφού χτυπήθηκε και αυτός από την επάρατο και μετά από σκληρή μάχη 2 ετών, δυστυχώς έφυγε και αυτός για πάντα από κοντά μας το 2011, σε ηλικία 63 ετών.
-
1)Single“Run Around of a Girl / I'm Lookin in Universe” Pan-Vox / PAN 6062,1965
2)Συμμετοχή στην
συλλογη LP βινυλίου “Greek
Garage Bands of The 60's” με τα δύο τραγούδια του single, Music Box
MBI 10489, 1990.
3) Συμμετοχή στην
συλλογή CD “Various -
Greek Garage Bands Of The 60’s” με
τα δύο
τραγούδια
του single, Music Box MBI 10682, 1997.
4) Συμμετοχή στην συλλογή CD “Oldies
But Goodies 9” με τα δύο τραγούδια του single, Music Box MBI International
S.A. CD 16683, 2004.
5) Συμμετοχή στην διπλή συλλογή CD “ΤΑ ΓΙΕΓΙΕΔΙΚΑ 1 & ΤΑ ΓΙΕΓΙΕΔΙΚΑ 2” με τα δύο τραγούδια του single, Compilation by Kostas A. Giannikos for Music Box MBI International S.A.
2CD 18019 - 18020, 2007.
6) Συμμετοχή στην διπλή συλλογή CD “ Sixties
Garage Bands (Τα Πρώτα Ελληνικά Συγκροτήματα) ” με τα δύο τραγούδια του single, Compilation by Kostas A. Giannikos for Music Box MBI International S.A.
2CD 18019 - 18020, 2007.
7) Συμμετοχή στην συλλογή CD “Μοντέρνοι
Ρυθμοί του '60 : Τερέζα
(CD 4)” με το τραγούδι “I'm looking in the universe”, 2008
8) Συμμετοχή στην συλλογή CD “Μοντέρνοι Ρυθμοί
του '60 : Ήταν
Μια Οπτασία (CD 15)” με το τραγούδι “I'm looking in the universe”, 2008
Δισκογραφική παρουσία των «Κουνελιών της Ρόδου» στο…Εξωτερικό:
1) Συμμετοχή στην συλλογή LP βινυλίου 1995 Exploiting
Plastic Inevitable (Lesson I: World Wildlife Soundation) με το τραγούδι “I'm looking in the universe”, (ΥR009), Υahoo Records
2) Συμμετοχή στην διπλή συλλογή CD Worldbeaters
Volume 2 με το τραγούδι "I'm looking in the universe", (KW002) Krazy World records,
2003