Η ιστορία των Κύκνων, το συγκρότημα με τον πιο όμορφο τίτλο στην ιστορία της ελληνικής ποπ μουσικής , είναι γεμάτη από παράδοξα και ατυχίες που μας δείχνουν γιατί μια μπάντα με ηχογραφημένα δυο πανέμορφα τραγούδια δεν μπόρεσε τελικά να προχωρήσει και να καθιερωθεί στην θέση που της άξιζε και θα παραμείνει γνωστή μόνο σε ένα κλειστό κύκλο φανατικών οπαδών της μοντέρνας μουσικής.
Οι Κύκνοι λοιπόν δραστηριοποιήθηκαν στις αρχές του 1967 στην ευρύτερη περιοχή του Πειραιά, αφού τα μέλη τους είχαν φιλικές σχέσεις άμιλλας με τα υπόλοιπα μέλη των Πειραιώτικων συγκροτημάτων ,όπως ήταν οι Vikings, οι Hoodoos,οι Sover Group και άλλοι. Την μπάντα απαρτίζουν οι Περικλής Μανωλόπουλος στις κιθάρες, μπάσο και όργανο, ο Γιώργος Τσιτσάκης στην σόλο κιθάρα και στην κορνέτα, ο Παναγιώτης Κριτικάκης στα ντραμς και τέλος ο Γιώργος Παπαδόπουλος στα φωνητικά ενώ τα μέλη ενώνει και μια βαθιά φιλία αφού είχαν μεγαλώσει και ανδρωθεί μαζί, στις γειτονιές του Πειραιά.
Εκτός των προαναφερθέντων πειραιώτικων μουσικών σχημάτων τα οποία αποτελούσαν παράδειγμα προς μίμηση, τα μέλη των Κύκνων λατρεύουν την soul μουσική και κυρίως τον Tom Jones, τον Jimi Hendrix αλλά και την γυναικεία μπάντα των Supremes. Μέσα από μια κουραστική καθημερινότητα αφού όλοι τους εργάζονταν για να επιβιώνουν και την δεδομένη φτώχεια που υπήρχε ( ο Παναγιώτης Κριτικάκης μην έχοντας ντραμς αναγκαζότανε να κάνει πρόβες πάνω σε στύλους βιβλίων και περιοδικών!), καταφέρνουν να στήσουν την μπάντα και το ρεπερτόριο που αγαπούσαν οπότε κάνουν την πρώτη τους δημόσια εμφάνιση τον χειμώνα του 1968 στα κυριακάτικα πρωινά που λάβαιναν χώρα σε σινεμά του Μοσχάτου. Εκεί θα εισπράξουν από το κοινό πολλές επευφημίες και θετικά σχόλια τα οποία θα μεταφερθούν από κάποιον παραγωγό στον Μίνωα Μάτσα και έτσι έρχεται ως φυσική συνέχεια η πρόταση για να υπάρξει δισκογράφηση στην ετικέτα της Odeon, από την οποία άλλωστε ήδη πολλά ονόματα της μοντέρνας μουσικής είχαν δισκογραφήσει.
Ως μπάντα οι Κύκνοι είχαν ήδη γράψει δυο δικά τους τραγούδια, το «Κορίτσι μου γλυκό» σε μουσική και στίχους Περικλή Μανωλόπουλου, με τα υπέροχα γεμίσματα της κορνέτας να πατούν πάνω στα soul στάνταρτ της μπάντας και τον κοφτό ρυθμό της κιθάρας σε συνάρτηση με τα πολύ όμορφα, κόντρα μπασίματα των ντραμς να φτιάχνουν έναν εκρηκτικό χορευτικό συνδυασμό υψηλής ποιότητας. Το δεύτερο κομμάτι είναι η μπαλάντα «Ήταν μια νύχτα σαν κι απόψε» γραμμένο από τον Γιώργο Τσιτσάκη ,με την βοήθεια του Περικλή Μανωλόπουλου στα ρεφρέν, όπου ο τραγουδιστής αντί να τραγουδάει, απαγγέλει ρυθμικά τους στίχους, μια καινοτομία που σίγουρα διεκδικούν την πατρότητά της.
Στο στούντιο αρχίζουν να εμφανίζονται τα πρώτα προβλήματα αφού έπρεπε να εγγραφούν έξι διαφορετικά όργανα από τρία μέλη οπότε αναγκαστικά η ηχογράφηση έγινε σε δυο δόσεις την ίδια ημέρα. Την πρώτη φορά γράφτηκαν τα ντραμς ,η ρυθμική κιθάρα και αντί για πιάνο που δεν διέθετε το στούντιο, χρησιμοποιήθηκε ακορντεόν, μόνο που επειδή ο Περικλής Μανωλόπουλος είχε μάθει να παίζει σε όργανο και μάλιστα σε οριζόντια θέση, αναγκάστηκαν οι υπόλοιποι δυο να κρατάνε τις δυο άκρες του ακορντεόν ώστε να μπορέσει να παίξει τα κομμάτια. Η δεύτερη φορά ήταν εξίσου επεισοδιακή αφού ο τραγουδιστής Γιώργος Παπαδόπουλος αποκοιμιέται και τα υπόλοιπα μέλη, μην έχοντας άλλη λύση παρακαλάνε τον συντοπίτη και φίλο τους Αντώνη Βαρδή ο οποίος τους είχε δανείσει την κιθάρα του και ευρισκόμενος μαζί τους στο στούντιο, να ερμηνεύσει αυτός τα κομμάτια αφού ήταν η ώρα εγγραφής των φωνητικών, της κορνέτας (την οποία είχε μάθει καλά ο Γιώργος Τσιτσάκης στην Φιλαρμονική του Μοσχάτου) και της σόλο κιθάρας. Μετά από μια μικρή πρόβα της μελωδίας στο πιάνο από τον Περικλή Μανωλόπουλο είχε μάθει ικανοποιητικά να αποδίδει τα τραγούδια και η μοναδική αποτύπωση των Κύκνων σε βινύλιο έγινε με την φωνή του μετέπειτα διάσημου Αντώνη Βαρδή.
Τα προβλήματα για την μπάντα δεν σταματούν εδώ αφού δυστυχώς η εταιρεία τους ειδοποίησε ότι ο αρχικός τίτλος του τραγουδιού «Κορίτσι μου γλυκό» δεν πέρασε από τα σαΐνια της χουντικής επιτροπής λογοκρισίας αφού κάποιος ευφάνταστος θεώρησε ότι ο τίτλος είχε μεταφορικό αντιστασιακό νόημα και επιδεικνύοντας αρκετή εξυπνάδα αντί να αλλάξουν το τραγούδι, άλλαξαν τον τίτλο και καθιερώθηκε πλέον «Η ασυγχώρητη». Με άτυπο μάνατζερ τον ντράμερ Παναγιώτη Κριτικάκη η μπάντα δίνει πλέον μια σειρά από επιτυχημένες συναυλίες και με την δική του παρότρυνση γίνεται και η πρώτη και μοναδική επαγγελματική τους φωτογράφηση, διαβλέποντας προφανώς τα επόμενα βήματα της μπάντας. Όντως τα τραγούδια γνωρίζουν εμπορική απήχηση και η Odeon ευχαριστημένη τους δίνει το πράσινο φως για την έκδοση ενός μεγάλου δίσκου, πράγμα πρωτόγνωρο για την εποχή αφού μόνο 2-3 κορυφαίες μπάντες είχαν καταφέρει να δισκογραφήσουν στην Ελλάδα δίσκο μεγάλης διαρκείας.
Οι Κύκνοι μπαίνουν ξανά στο στούντιο και ηχογραφούν 8 τραγούδια τα οποία παραμένουν δυστυχώς μέχρι σήμερα ανέκδοτα αφού είχε πλέον μπει το 1969 και ο Περικλής Μανωλόπουλος παντρεύεται και κατόπιν μαζί με τον Γιώργο Τσιτσάκη υπηρετούν την θητεία τους ενώ μετά οι ανάγκες για βιοπορισμό είναι αυξημένες οπότε η μπάντα δεν επανασυστήνεται. Ο Γιώργος Παπαδόπουλος βρίσκεται μετά από αρκετά χρόνια στους Charms με τους οποίους κερδίζει το 1974 το πρώτο βραβείο τραγουδιού με το «Να μείνουμε πάντα παιδιά» και μετά ξαναχάνονται παντοτινά τα ίχνη του ενώ ο Γιώργος Τσιτσάκης θα ξενιτευτεί και θα παραμείνει στην Αμερική, ασχολούμενος με το real estate. Τέλος ο Περικλής Μανωλόπουλος θα απορροφηθεί στον κλάδο του εκτελωνισμού με μεγάλη επιτυχία ενώ και ο Παναγιώτης Κριτικάκης θα δουλέψει αρχικά στο κρεοπωλείο του πατέρα του και μετά στις μεγάλες αποθήκες ψυγείων της οδού Πειραιώς. Δυστυχώς για τους λάτρεις της μοντέρνας μουσικής η πομπίνα με τα 8 ανέκδοτα τραγούδια δεν θα βρεθεί ποτέ για να έρθει στο φως και θα παραμείνει ένα αξεδιάλυτο μυστήριο.
Comments