Οι Σιδερένιες Πεταλούδες ιδρύθηκαν στα μέσα της δεκαετίας του ‘70 στο Παλαιοχώρι Παγγαίου Καβάλας, αρχικά υπό τον τίτλο Daltons, ερμηνεύοντας μοντέρνο ρεπερτόριο της εποχής. Ιδρυτικά μέλη είναι οι Σωτήρης Νάϊδος (κιθάρες), Μέμος Κονταξής (μπάσο), Παντελής Καλπάκογλου (ντραμς) και Παντελής Μελίδης (όργανο). Με το πέρασμα των χρόνων και των εσωτερικών αναζητήσεων των μελών της μπάντας, δημιουργήθηκε το πρώτο τους ρεπερτόριο, οι στίχοι του οποίου είχαν μια πνευματικότητα και έναν θρησκευτικό συμβολισμό, ο οποίος θα μπορούσε να αποδοθεί υπό το σχήμα του «Ιχθύς Ροκ», όπως τους είχε κατατάξει στο βιβλίο του “Get that beat Vol.1” ο έγκριτος μουσικός συγγραφέας Ντίνος Δηματάτης. Ο μουσικός προσανατολισμός της μπάντας παράλληλα γνωρίζει άνθηση, χρησιμοποιώντας ατόφιες τις φόρμες του progressive ροκ, ντύνοντας το με τους μυστικιστικούς στίχους τους, με αποτέλεσμα γρήγορα η φήμη τους να εξαπλωθεί εκτός του Παγγαίου ενώ έντονη εντύπωση προκαλούσε η απόδοση των τραγουδιών από τον ντράμερ, φαινόμενο ασυνήθιστο για την εποχή. Ο καβαλιώτης δημοσιογράφος Γιώργος Καρανίκας θα τους αναφέρει συχνά στις ανταποκρίσεις του από τις ζωντανές εμφανίσεις τους σε σινεμά και ανοιχτά θέατρα της Καβάλας, βοηθώντας στην εξάπλωση της φήμης τους ακόμα και εκτός νομού.
Στις αρχές του 1976 η μπάντα θα κατέβει στο στούντιο-προβάδικο Shaft των αδερφών Νικόλαου & Γεώργιου Κατάκαλου στην Καβάλα, όπου υπό την επίβλεψη του Γεώργιου Κατάκαλου θα ηχογραφήσουν το πρώτο τους ντέμο, το οποίο θα αποστείλουν στον Διαγωνισμό Μοντέρνων Συγκροτημάτων που είχε διοργανωθεί στο σινεμά Γαλαξίας της Θεσσαλονίκης και θα γίνουν δεχτοί να συμμετάσχουν . Στον διαγωνισμό θα λάβουν την πρώτη θέση και το βραβείο ήταν η κυκλοφορία ενός μικρού δίσκου από την μικρή Θεσσαλονικιώτικη δισκογραφική Stella records των Ν.Τσιάντου και Δ.Λαμπρόπουλου, η οποία ήταν εστιασμένη κυρίως στο λαϊκό ρεπερτόριο. Για την ηχογράφηση των δύο τραγουδιών, η δισκογραφική αποφασίζει να τους στείλει στο Studio III της Columbia, όπου και θα αναλάβει την ενορχήστρωση ο ελαφρολαϊκός συνθέτης Βάκης Γιαννούλης, παρ΄όλη την αντίθετη άποψη του γκρουπ για την τελείως διαφορετική ενορχήστρωση που επέλεξε. Τελικά, τα δύο τραγούδια « Να’ μουν λουλούδι» και « Άλλα λέει ο θεός», σε στίχους και μουσική του Παντελή Καλπάκογλου ερμηνεύτηκαν το μεν πρώτο από τον Παντελή Καλπάκογλου ενώ το δεύτερο από τον Σωτήρη Νάϊδο αλλά δεν εξέφραζε την μουσική ταυτότητα του συγκροτήματος. Η εταιρεία έφτιαξε φάκελο για το εξώφυλλο του single, για το οποίο χρησιμοποιήθηκαν οι μοναδικές φωτογραφικές λήψεις που είχε κάνει ο συντοπίτης τους και μετέπειτα αναγνωρισμένος συγγραφέας Θεόδωρος Γρηγοριάδης. Κατόπιν της κυκλοφορίας του single, οργανώθηκε συναυλία στο πετρόκτιστο δημοτικό σχολείο του Παλαιοχωρίου, όπου παρευρέθηκε το σύνολο των νέων της περιοχής για να γιορτάσει την κυκλοφορία.
Το γκρουπ γνωρίζει τις πρώτες του ανακατατάξεις αφού συχνά στις ζωντανές εμφανίσεις θα βρεθεί μαζί τους και ο Γιάννης Κολοκοτρώνης (κιθάρες) από την κοντινή Ελευθερούπολη, έχοντας θητεύσει πρωτύτερα στο τοπικό συγκρότημα των Lovers. Παράλληλα έχουν αποχωρήσει ο Μέμος Κονταξής και έχει προστεθεί η Δήμητρα Νάιδου στην κλασσική κιθάρα, το οποίο θα είναι και το τελικό σχήμα με το οποίο θα πορευτεί το συγκρότημα ως το τέλος της δεκαετίας του ’70. Η μέτρια εμπορική απήχηση που είχε η κυκλοφορία του single, ενδεχομένως και λόγω της παράλειψης της εταιρείας να αναγράψει το όνομα του συγκροτήματος στην ροζέτα του δίσκου, είχε ως αποτέλεσμα τόσο το συγκρότημα όσο και οι ηχογραφήσεις του, να τυλιχτούν με την άχλη ενός μύθου που το συνοδεύει μέχρι σήμερα. Από τα μέλη του συγκροτήματος, ο Παντελής Καλπάκογλου θα απασχοληθεί ως ηθοποιός στο ΚΘΒΕ ενώ στις αρχές της δεκαετίας του 80 θα επανέλθει δισκογραφικά με τον δίσκο «Θεότρελο γλαστράκι» σε λαϊκά μονοπάτια ενώ ο Σωτήρης Νάιδος θα συνεχίσει τις μουσικές του αναζητήσεις, εμπνέοντας και τον γιό του να φτιάξει το δικό του συγκρότημα στην Θεσσαλονίκη, στις αρχές του 2000.
Ο Παντελής Μελίδης απεβίωσε το 2021 από κορονωϊό και στον οποίο είναι αφιερωμένο το κείμενο.
https://www.youtube.com/watch?v=_AxZDRvRTEc
Comments